ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΑ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΚΑΥΣΙΜΑ

H στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενεργειακή της μετάβαση σε μία οικονομία χαμηλού άνθρακα το 2050, περιλαμβάνει και την υποχρέωση των Κρατών – Μελών για υποβολή Εθνικών Σχεδίων για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Το ΕΣΕΚ της Ελλάδας περιλαμβάνει μέτρα και πολιτικές προτεραιότητες μέχρι το 2030 σε 6 αλληλένδετους ενεργειακούς τομείς:

  1. Εκπομπές Αερίων του Θερμοκηπίου
  2. Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας
  3. Ενεργειακή Απόδοση
  4. Ασφάλεια Ενεργειακού Εφοδιασμού
  5. Εσωτερική Αγορά Ενέργειας
  6. Έρευνα, Καινοτομία, Ανταγωνιστικότητα

Στον τομέα των οδικών μεταφορών και των μετακινήσεων, οι στόχοι του ΕΣΕΚ μπορούν να καλυφθούν με αλλαγή του μείγματος καυσίμων και παράλληλα ανανέωση του στόλου των οχημάτων, ώστε να εξασφαλίζεται συνδυαστικά η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και η ενεργειακή απόδοση.

Η βιομηχανία πετρελαίου έχει παίξει ουσιαστικό ρόλο στην επίτευξη αυτή, καθώς έχει πραγματοποιήσει τελευταία σημαντικές επενδύσεις στην παραγωγή καθαρότερων βενζινών και πετρελαίου, περιλαμβάνοντας επιπλέον και τη δυνατότητα εφαρμογής νέων τεχνολογιών για τον καθαρισμό των κινητήρων και τη βελτίωση της απόδοσής τους κατά τη λειτουργία τους.

Οι Εταιρίες Εμπορίας Πετρελαιοειδών αποτελούν σημαντικό κρίκο της νέας εφοδιαστικής αλυσίδας που καλείται να εξασφαλίσει τον ομαλό εφοδιασμό της χώρας πλέον με ένα μείγμα από συμβατικά, εναλλακτικά και ανανεώσιμα καύσιμα.

Εναλλακτικά Καύσιμα είναι

το Υγραέριο

το Φυσικό Αέριο

τα Γαλακτώματα και

το Υδρογόνο -όταν αυτό δεν προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές
Ανανεώσιμα Καύσιμα είναι τα καύσιμα βιολογικής προέλευσης

Bιοκαύσιμα και

Βιορευστά και

το Υδρογόνο -όταν αυτό προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές.

ΥΓΡΑΕΡΙΟ

Το Υγραέριο παράγεται κατά τη φάση εξόρυξης φυσικού αερίου και πετρελαίου, αλλά και από τη διύλιση του πετρελαίου. Το Υγραέριο στη φυσική του κατάσταση βρίσκεται σε αέρια μορφή και υγροποιείται με αύξηση της πίεσης για τη μεταφορά, αποθήκευση/διαχείρισή του.

Το Υγραέριο, συστηματικά συμπεριλαμβάνεται στα Εναλλακτικά καύσιμα κίνησης (Alternative fuels) στις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με στόχο πάντα τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα, λόγω της συνεισφοράς του στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την εξοικονόμηση ενέργειας.

Το Υγραέριο Κίνησης αποτελεί νόμιμο και θεμιτό εναλλακτικό καύσιμο, το οποίο προωθήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση με την Οδηγία 2003/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Μαΐου 2003, με διττό στόχο:

ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ

Το Φυσικό Αέριο είναι αέριο μείγμα κορεσμένων υδρογονανθράκων. Εξάγεται από υπόγειες κοιλότητες και θεωρείται οικολογικό καύσιμο εξαιτίας της υψηλής θερμογόνου του δύναμης, της μειωμένης περιβαλλοντικής επιβάρυνσης και της αποδοτικής του καύσης. Βασικό συστατικό του φυσικού αερίου είναι το μεθάνιο, συνυπάρχουν όμως σε αυτό και σημαντικές ποσότητες άλλων αερίων.

Το Φυσικό Αέριο χρησιμοποιείται κυρίως για την ηλεκτροπαραγωγή σε αντικατάσταση του λιγνίτη, για τη θέρμανση οικιών, την παραγωγή θερμότητας σε βιομηχανίες και για χρήση σε κινητήρες, είτε σαν Συμπιεσμένο Φυσικό Αέριο (CNG), κυρίως σε βαριά οχήματα, είτε σαν Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο (LNG), κυρίως για την πρόωση πλοίων. Η χρήση του Φυσικού Αερίου σαν καύσιμο κίνησης απαιτεί σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές, η διεθνής όμως νομοθεσία για την προστασία του περιβάλλοντος και η επάρκειά του – και λόγω της παραγωγής σχιστολιθικού αερίου (Shale Gas) – οδηγούν στην εξέταση της ανάπτυξής τους, σε συνδυασμό με τις άλλες διαθέσιμες ή υπό ανάπτυξη μορφές καυσίμων.

ΒΙΟΚΑΥΣΙΜΑ

Σαν Βιοκαύσιμα ορίζονται τα καύσιμα που παράγονται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (κυρίως από ενεργειακές καλλιέργειες, αλλά και άλλα οργανικά υλικά). Παρέχοντας πολλά πλεονεκτήματα για τον κλάδο των μεταφορών, τα καύσιμα αυτά μπορούν να συμβάλουν στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα των μέσων μεταφοράς. Τα Βιοκαύσιμα μειώνουν την εξάρτηση από το πετρέλαιο στον κλάδο των μεταφορών, συμβάλλοντας έτσι στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Επίσης, παρέχουν εναλλακτικές πηγές εισοδήματος στους αγρότες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα Βιοκαύσιμα εμπίπτουν σε δυο κύριες κατηγορίες:

Συμβατικά Βιοκαύσιμα

Biodiesel

Το Βιοντίζελ είναι η εμπορική ονομασία των μεθυλεστέρων των λιπαρών οξέων (FAME), που παράγονται κυρίως από ελαιούχους σπόρους (ηλίανθος, ελαιοκράμβη, σόγια), καθώς και από ζωικά λίπη ή επαναχρησιμοποιημένα μαγειρικά έλαια. Το Βιοντίζελ υποκαθιστά το ορυκτό ντήζελ αυτούσιο ή σε μίγματα.

Βιοαιθανόλη

Σαν πρώτη ύλη για την παραγωγή Βιοαιθανόλης μπορούν να χρησιμοποιηθούν σακχαρούχα, κυτταρινούχα κι αμυλούχα φυτά (σιτάρι, καλαμπόκι, σόργο, τεύτλα, κ.ά). Η κύρια μέθοδος παραγωγής της είναι η ζύμωση των αμυλούχων – σακχαρούχων συστατικών για την παραγωγή αιθανόλης κι ο διαχωρισμός της από τα λοιπά συστατικά με απόσταξη. Η βιοαιθανόλη είτε αναμιγνύεται αυτούσια με την βενζίνη, είτε μετατρέπεται πρώτα σε αντικροτικό πρόσθετο (ΕΤΒΕ).

Βιοκαύσιμα δεύτερης γενιάς

Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται σε αλκοόλες από λιγνικυτταρινούχες ενώσεις ή βιοκαύσιμα που παράγονται από εξαερωμένη βιομάζα (Biomass to Liquid) ή από τη διαχείριση ζωικών αποβλήτων και αποβλήτων μαγειρικών ελαίων με πολύ μικρές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά την ανάλυση κύκλου ζωής του καυσίμου. Προς το παρόν βρίσκονται σε ερευνητικό ή πιλοτικό – επιδεικτικό στάδιο.

Ευρωπαϊκή Οδηγία για τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (Renewable Energy DirectiveRED).

Τον Μάϊο 2003, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε την Οδηγία 2003/30/ΕΚ [ΕΚ, 2003] σχετικά με την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων για τις μεταφορές. Η Οδηγία έθετε συγκεκριμένο ελάχιστο ποσοστό βιοκαυσίμων σε αντικατάσταση του ντίζελ και της βενζίνης, το οποίο έχει τεθεί σε ισχύ από το 2005. Για το βιοντίζελ έχει θεσπιστεί πρότυπο (ΕΝ 14214), ενώ έχει τροποποιηθεί το πρότυπο του Ντίζελ (ΕΝ 590) ώστε να επιτρέπει την ανάμιξη. Αντίστοιχα, θεσπίστηκε και πρότυπο για την Βιοαιθανόλη (ΕΝ 15376), ενώ έχει τροποποιηθεί το πρότυπο της Βενζίνης (ΕΝ 228). Υπήρξε μια αλματώδης ανάπτυξη της παραγωγής και χρήσης βιοκαυσίμων στην Ε.Ε. σαν συνέπεια της Οδηγίας.

Η ενίσχυση των βιοκαυσίμων και γενικά των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, συνεχίστηκε με την έκδοση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Οδηγιών 28/2009 για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (Renewable Energy Directive) -η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 30/2003 – και 30/2009, η οποία αντικατέστησε την 70/98 για την ποιότητα των καυσίμων (Fuel Quality Directive). Οι Οδηγίες αυτές ορίζουν κριτήρια αειφορίας για τα βιοκαύσιμα, ποσοστά στόχους υποκατάστασης των συμβατικών καυσίμων και αντίστοιχα ποσοστά μείωσης για τα εκπεμπόμενα αέρια θερμοκηπίου (GHG) από τα διατιθέμενα στην Ε.Ε. καύσιμα.

Η διαμόρφωση του παραπάνω νομοθετικού πλαισίου υπαγορεύει τη χρήση εξελιγμένων βιοκαυσίμων. Η Οδηγία 28/2009 ορίζει ότι μέχρι το 2020 το 20% της καταναλισκόμενης ενέργειας στην Ε.Ε., αλλά και το 10% της ενεργειακής κατανάλωσης στις μεταφορές – δηλαδή το 10% της βενζίνης και του ντίζελ – θα πρέπει να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Βασική προϋπόθεση για τα ανωτέρω, είναι να υπάρχουν βιοκαύσιμα β’ γενιάς με πιστοποιημένη αειφορία.

Η Οδηγία 30/2009 αλλάζει τις προδιαγραφές στο Ντίζελ (ΕΝ590), ώστε να μπορεί να διανέμεται μείγμα βιοντίζελ 7% (Β7) και θέτει αντίστοιχα προδιαγραφές για την βενζίνη ως προς την τάση ατμών.

Πρόσφατα δημοσιεύτηκε η νέα Οδηγία 2018/2001 για τη χρήση ΑΠΕ την δεκαετία 2021-2030 και η οποία προβλέπει:

Τουλάχιστον 14% σε ενεργειακό περιεχόμενο από ΑΠΕ στις μεταφορές το 2030 (από 10%). Στον στόχο αυτό περιλαμβάνονται εκτός από τα βιοκαύσιμα τα καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα και τα ανανεώσιμα υγρά και αέρια καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης.

Η Οδηγία προβλέπει επίσης σταδιακά αυξανόμενη χρήση βιοκαυσίμων δεύτερης γενιάς και για το 2030 τουλάχιστον 3.5%, και δυνατότητα διπλής καταμέτρησης των βιοκαυσίμων δεύτερης γενιάς καθώς και των βιοκαυσίμων που παράγονται από τηγανέλαια, τα οποία όμως δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 1.7%.

Νομικό πλαίσιο στην Ελλάδα για την προώθηση των βιοκαυσίμων

Στην Ελλάδα, έχει θεσπιστεί νομικό πλαίσιο για τα βιοκαύσιμα. Στα πλαίσιά του έχει τροποποιηθεί ο Νόμος 3054/2002, ώστε να καλύψει και τα βιοκαύσιμα, έχουν υιοθετηθεί τα ευρωπαϊκά πρότυπα και έχει ψηφιστεί ο Νόμος 3423/2005 που ενσωματώνει την Οδηγία 30/2003. Παράλληλα, ισχύει ετήσιο πρόγραμμα κατανομής ποσοτήτων βιοντίζελ, τις οποίες είναι υποχρεωμένα να παραλαμβάνουν, να αναμιγνύουν με συμβατικό ντήζελ και να προωθούν στις εταιρίες τα Διυλιστήρια. Με τον Νόμο 3653/2008 εντάσσεται και η Βιοαιθανόλη στον Νόμο 3423/2005. Με τροποποίηση του Νόμου 3054/2002 ενσωματώθηκαν οι Οδηγίες 28/2009 και 30/2009. Από 1/1/2019 κατέστη υποχρεωτική και η ανάμιξη βιοαιθανόλης η βιοαιθέρων στην βενζίνη.

ΗΛΕΚΤΡΟΚΙΝΗΣΗ

Η ηλεκτροκίνηση προωθείται επίσης σημαντικά, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι για μείωση των εκπομπών. Θεωρείται ιδιαίτερα καθαρή λύση μια και δεν εκπέμπει ρύπους στις ήδη επιβαρυμένες πόλεις, αλλά και οικονομική. Τα βασικά εμπόδια για την ανάπτυξή της είναι η χαμηλή αυτονομία των ηλεκτροκίνητων οχημάτων, ο μεγάλος χρόνος επαναφόρτισης και η έλλειψη δημόσιων χώρων φόρτισης. Η τεχνολογία κινείται κυρίως στην εξέλιξη των συσσωρευτών, ώστε τα ηλεκτροκίνητα οχήματα να προσεγγίσουν τις επιδόσεις των οχημάτων που κινούνται με συμβατικά καύσιμα.

Στην Ελλάδα κυκλοφορούν σήμερα πολύ λίγα αμιγώς ηλεκτρικά αυτοκίνητα που ανήκουν κυρίως σε ΔΕΚΟ, δήμους, φορείς, αλλά και σε ιδιώτες. Από τη νομοθεσία προβλέπονται κίνητρα ενίσχυσης της ηλεκτροκίνησης, όπως η απαλλαγή καταβολής τέλους ταξινόμησης και τα μειωμένα ή μηδενικά τέλη κυκλοφορίας. Με στόχο το 2030 ένα στα τρία αυτοκίνητα που θα τίθενται σε κυκλοφορία να είναι ηλεκτρικά, τον Ιούνιο του 2020 παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση μια σειρά από κίνητρα για την αγορά ηλεκτρικών και υβριδικών οχημάτων τόσο σε ΙΧ όσο και σε ταξί και λεωφορεία.

Η φόρτιση του ηλεκτρικού αυτοκινήτου μπορεί να γίνει στους ιδιωτικούς χώρους στάθμευσης με μία απλή ηλεκτρολογική εγκατάσταση. Ωστόσο, η φόρτιση αυτή είναι αργή και απαιτεί 7 με 8 ώρες. Για ταχύτερη φόρτιση απαιτείται ειδική εγκατάσταση. Ο Νόμος 4277/2014 επιτρέπει πλέον την μεταπώληση ηλεκτρικής ενέργειας για τη φόρτιση ηλεκτρικών αυτοκινήτων, επιτρέποντας την εγκατάσταση μη οικιακών φορτιστών και την ανάπτυξη δικτύων φόρτισης. Οι εγκαταστάσεις φορτιστών φιλοξενούνται σε πρατήρια υγρών καυσίμων, σε δημόσιους χώρους στάθμευσης, σε χώρους διοργάνωσης εκθέσεων, στο κτίριο των κεντρικών γραφείων της ΔΕΗ και σε δημοτικές εγκαταστάσεις.

Προστασία του περιβάλλοντος

Επειδή η προστασία του περιβάλλοντος είναι από τα κρισιμότερα προβλήματα της σύγχρονης εποχής, οι Εταιρίες-Μέλη του ΣΕΕΠΕ προσπαθούν συστηματικά και συνεχώς να εφαρμόσουν μεθόδους και τρόπους που θα ελαχιστοποιήσουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τα προϊόντα και τη λειτουργία τους.

Μέσα από συστηματική προσέγγιση, οι Εταιρίες έχουν καταφέρει να εδραιωθεί σε όλους τους τομείς δραστηριότητας η ευαισθησία για το περιβάλλον, έτσι ώστε ο περιβαλλοντικός προβληματισμός να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη σε κάθε επιχειρησιακή απόφαση και ενέργεια.

Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στην περιβαλλοντική εκπαίδευση, τόσο των εργαζομένων, όσο και των συνεργατών, του εργολαβικού προσωπικού, των οδηγών βυτιοφόρων, κ.ά. με σκοπό να γίνει συνείδηση όλων πως η φροντίδα για το φυσικό περιβάλλον αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, αλλά και καθήκον του καθενός που μετέχει σ’ αυτές.

Εταιρίες-Μέλη του ΣΕΕΠΕ συμμετέχουν, μέσω των συνεργασιών που έχουν στον τομέα αυτό με περιβαλλοντικές οργανώσεις, γνωστές για τη δράση τους στους τομείς προστασίας της άγριας πανίδας και χλωρίδας της πατρίδας μας.

Εξάλλου, οι Εταιρίες πέραν της συνεχούς εκπαίδευσης του προσωπικού και των συνεργατών τους, για την άμεση αντιμετώπιση και τον περιορισμό της ρύπανσης σε περιπτώσεις ατυχήματος, έχουν εξοπλισθεί με όλα τα απαραίτητα μέσα, ώστε να εκμηδενίσουν τυχόν επιπτώσεις.

Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Εταιρίες έχουν εφοδιάσει όλες τις εγκαταστάσεις καυσίμων, τα πρατήρια και τα βυτιοφόρα μεταφοράς και διανομής καυσίμων με συστήματα ανάκτησης των ατμών (Stage I), έτσι ώστε η συνολική διακίνηση καυσίμων να γίνεται σε κλειστό κύκλωμα σε όλα τα στάδια παραλαβής τους, προκειμένου να μειώνονται οι κίνδυνοι, αλλά και να μη διαφεύγουν στην ατμόσφαιρα ρύποι.

Οι Εταιρίες-Μέλη του ΣΕΕΠΕ έχουν αναλάβει υποχρέωση για μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας συμμετέχοντας σαν υπόχρεα μέρη στα Καθεστώτα Επιβολής Ενεργειακής Εξοικονόμησης, στα πλαίσια της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ για την Ενεργειακή Απόδοση. Στο διάστημα 2017-2020, οι Εταιρίες επένδυσαν σε συμπεριφορικές και τεχνικές δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας αναλαμβάνοντας περίπου το 60% της συνολικής υποχρέωσης των καθεστώτων με αποτέλεσμα εξοικονόμηση ενέργειας μεγαλύτερη από 4.500 GWh.

Εντός του 2020 αναμένεται η ενσωμάτωση της νέας Οδηγίας για την Ενεργειακή Απόδοση που θα καλύψει το διάστημα 2021-2030.